- σχιζοπροσωπία
- και σχιστοπροσωπία, η, Ν(τερατολ.) διαίρεση ενός σημαντικού τμήματος τού προσώπου, με επιμήκυνση προς τα επάνω τής σχισμής τού λαγόχειλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
σχιστοπροσωπία — η, Ν ιατρ. βλ. σχιζοπροσωπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. schistoprosopie (< σχιστός + προσωπία < πρόσωπος < πρόσωπο)] … Dictionary of Greek